- ἀναϋτέω
- ἀναϋτέω [ῡ],A shout aloud, Opp.C.4.301: c. acc.,
κρυπτὸν ἀνηύτησεν ἔπος Nonn.D.10.288
, cf. Coluth.85.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρυπτὸν ἀνηύτησεν ἔπος Nonn.D.10.288
, cf. Coluth.85.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.